-
1 κατανυω
и Xen. κατᾰνύτω1) совершать, проделывать, проходить(τὸν προκείμενον δρόμον Her.; ὁδόν Her.; διακοσίων σταδίων πορείαν Plut.)
2) (sc. ὁδόν) приходить, приезжать, прибывать(νηΐ ἑς Λῆμνον Her.; εἰς τὸν Πειραιᾶ Xen.; φίλης προξένου, sc. ἐς οἶκον Soph.)
φρενῶν τινος κατανύσαι Eur. — дойти до чьего-л. душевного состояния3) совершать, исполнятьαἷμα κατανύσαι Eur. — совершить убийство
4) доставлять, давать(τινὴ δῶρόν τι Soph.; χόρτον ὑποζυγίοις Polyb.)
См. также в других словарях:
κατανύ — κατανύω, αττ. τ. καθανύω (Α) 1. διατρέχω μια απόσταση, διανύω («οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αύτῷ δρόμον», Ηρόδ.) 2. φθάνω σε κάποιο μέρος («νηὶ κατανύσας... ἐς Λῆμνον», Ηρόδ.) 3. διαπράττω («τάδε κατήνυσεν», Ευρ.) 4. προμηθεύω,… … Dictionary of Greek